- αντιπρόσειμι
- ἀντιπρόσειμι (Α)βαδίζω εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιπροσιόν — ἀντιπρόσειμι ibo pres part act masc voc sg ἀντιπρόσειμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπροσιόντα — ἀντιπρόσειμι ibo pres part act masc acc sg ἀντιπρόσειμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπροσιέναι — ἀντιπρόσειμι ibo pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπροσιόντας — ἀντιπρόσειμι ibo pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπροσῄεσαν — ἀντιπρόσειμι ibo imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)